μηροτρεφής

μηροτρεφής
μηροτρεφής, -ές (Α)
βλ. μηροτραφής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μηροτρεφής — thigh bred masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηροτραφής — και μηροτρεφής, ές (Α) (ως επίθ. τού Διονύσου) αυτός που έχει τραφεί μέσα στον μηρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηρός + τραφής και τρεφής (< τρέφω), πρβλ. μουσο τραφής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”